ἐπιφώνημα — a witty saying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφώνημα — Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά … Dictionary of Greek
ε! — επιφώνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλίμονο — επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώση γ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετο εκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή… … Dictionary of Greek
ευάν — Επιφώνημα ενθουσιασμού, το οποίο φώναζαν κυρίως στις γιορτές του Βάκχου με το ευοί (ευοί, ε.). * * * εὐάν (Α) ενθουσιαστικό επιφώνημα τών ακολούθων τού Βάκχου, όπως τα εὐαί*, εὐοί*, με τα οποία συνήθως συνεκφέρεται («πάλλε πόδ αἰθέριον, ἄνεχε… … Dictionary of Greek
αξ — (επιφώνημα) εκφράζει αποδοκιμασία «Α; αξ κι άξινος άξι και ξερό άξις και ξερός άξις και ν ανοίξεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιφωνήματος α έτσι ώστε να παρηχεί με λέξεις που ακολουθούν στην ίδια φράση (α ξ(ις): ξ ερός, ά ξι νος, ανοί ξεις) … Dictionary of Greek
βουρ — (επιφώνημα) κυρίως στη φράση «βουρ στον πατσά» για γρήγορη, χωρίς δισταγμούς, κίνηση κάποιου να εκμεταλλευθεί μια ευκαιρία … Dictionary of Greek
οπαλάκια — επιφώνημα θωπευτικό για μωρά … Dictionary of Greek
ουστ — επιφώνημα για διώξιμο σκύλου ή άλλου ζώου, καθώς και ενοχλητικών και επικίνδυνων ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ost] … Dictionary of Greek
όπ(α)λα — επιφώνημα χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος τ. τού επιφωνήματος οπ] … Dictionary of Greek